- κνισοκόλαξ
- κνῑσο-κόλαξ, ᾰκος, ὁ,A dinner-parasite, Asius 1, cf. Phryn.PSp.81 B. cod. (κυσοκόλαξ cj. Kaibel).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνισοκόλαξ — κνισοκόλαξ, ακος, ὁ (Α) αίσχιστος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + κόλαξ (< κόλαξ), πρβλ. λιμο κόλαξ, ψωμο κόλαξ] … Dictionary of Greek
κνισοκόλακος — κνισοκόλαξ dinner parasite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek